- αναφρικίαση
- η1. ελαφρή φρικίαση, φόβος2. τρεμούλιασμα (του κύματος, της φλόγας).[ΕΤΥΜΟΛ. < αναφρικιώ «τρέμω ελαφρά». Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον ιστορικό και λογοτέχνη Ι. Καμπούρογλου που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Φλόξ»].
Dictionary of Greek. 2013.